- οκτωμηνιαίος
- ὀκτωμηνιαῑος, -α, -ον (Α)βλ. οκταμηνιαίος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀκτωμηνιαίων — ὀκτωμηνιαῖος born in the eighth month fem gen pl ὀκτωμηνιαῖος born in the eighth month masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οκταμηνιαίος — και οχταμηνιαίος, α, ο (Α ὀκταμηνιαῑος και ὀκτωμηνιαῑος, α, ον) [οκτάμηνος] 1. αυτός που αποτελείται από οκτώ μήνες («ὀκταμηνιαῑος χρόνος», πάπ.) 2. αυτός που έχει ηλικία οκτώ μηνών, οκτάμηνος … Dictionary of Greek